- αλλάχ-αλλάχ!
- επιφών. φόβου ή θαυμασμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < επανάληψη τής εκκλήσεως Αλλάχ! Αλλάχ*!].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αλλάχ — Όνομα που δίνει στο υπέρτατο ον η μουσουλμανική θρησκεία (από το αραβικό αλ ιλάχ = Θεός). Κατά το Κοράνιο, ο Α. είναι ο δημιουργός των πάντων, ο ύψιστος κριτής της δημιουργίας του, ο ελεήμονας ευεργέτης. Την ώρα της κρίσης θα διαχωρίσει τους… … Dictionary of Greek
Αλλάχ — ο ο θεός στους μουσουλμάνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμπντ Αλλάχ, ιμπν Κολαΐμπ — (10ος αι. μ.Χ.). Άραβας αρχιτέκτονας της Ισπανίας. Έργο του είναι ο ονομαστός μιναρές τζαμιού στην πόλη Τορτόσα της Καταλανίας (947). Η εντοιχισμένη στον μιναρέ επιγραφή τοποθετήθηκε αργότερα από τους Καταλανούς στην αψίδα της μητρόπολης της… … Dictionary of Greek
Αμπντουλάχ, ιμπν Χουσεΐν ή Αμπντ Αλλάχ, ιμπν αλ-Χουσεΐν — (Μέκκα 1882 – Ιερουσαλήμ 1951). Βασιλιάς της Ιορδανίας (Υπεριορδανία τότε). Γιος του Χουσεΐν ιμπν Αλή, βασιλιά της Χετζάζ, προοριζόταν, σύμφωνα με τα αγγλικά σχέδια, για βασιλιάς του Ιράκ, ενώ ο αδελφός του Φεϊζάλ θα βασίλευε στη Συρία. Όμως, μια … Dictionary of Greek
Αμπούλ Αμπάς, Αμπντ Αλλάχ — (; 754). Πρώτος χαλίφης (750 54) της δυναστείας των Αββασιδών, που διαδέχτηκε τους Ομεϊάδες. Ήταν απόγονος του Αλ Αμπάλ, θείου του Μωάμεθ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η δυναστεία των Αββασιδών. Ο Α.Α. υποστήριξε την εξέγερση ενάντια στους… … Dictionary of Greek
Μαμούν, Αμπντ Αλλάχ αλ- — Άραβας χαλίφης. Βλ. λ. Αλ Μαμούν … Dictionary of Greek
Σιγιαδέτ, Αλλάχ — Ηγεμόνας των Μωαμεθανών της Αφρικής. Καταγόταν από τον οίκο των Αγλαβιτών. Το 827 καταναυμάχησε το βυζαντινό στόλο κοντά στη Σικελία και στη συνέχεια κυρίευσε τις Συρακούσες καθώς επίσης και ολόκληρο το νησί που χάθηκε οριστικά για τους… … Dictionary of Greek
Φατιμίδες — Μουσουλμανική σχιιτική δυναστεία, που εγκαθιδρύθηκε κατά το τέλος του 9ου και τις αρχές του 10ου αι., μετά τη διάλυση του χαλιφάτου των Αβασιδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Ουμπεΐντ Αλλάχ, ο οποίος, αφού ανακηρύχθηκε απόγονος της Φατίμα, κόρης του… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
βαχαϊσμός ή βεχαϊσμός — Θρησκευτική κίνηση που εμφανίστηκε στα μέσα του 18ου αι. στην Αραβία, με σκοπό να αναμορφώσει την ισλαμική θρησκεία. Αρχηγός της ήταν ο Μπαχά Αλλάχ (Μιρζά Χουσαΐν Άλι Νούρι Μπαχά Αλλάχ), που ισχυριζόταν ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού, αυτός… … Dictionary of Greek